ελευθεροπλοΐα

ελευθεροπλοΐα
η
το να είναι ελεύθερος ο πλους σε κάποια θάλασσα, λίμνη ή ποταμό, το πράτιγο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ελευθεροπλοΐα — η ο ελεύθερος πλους σε θάλασσα, λίμνη ή ποταμό, σε περίοδο ειρήνης …   Dictionary of Greek

  • Κιουτσούκ Καϊναρτζή, συνθήκη του- — Συνθήκη ειρήνης την οποία υπέγραψαν η Ρωσία και η Τουρκία στις 21 Ιουλίου 1774 στο ομώνυμο βουλγαρικό χωριό, θέτοντας τέλος στους ρωσοτουρκικούς πολέμους της περιόδου 1768 74. Θεωρείται σταθμός στην ιστορία της ευρωπαϊκής διπλωματίας και αφετηρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”